- ευκατάτροχος
- εὐκατάτροχος, -ον (ΑΜ)ευκατάφορος.[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + κατα-τρέχω].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ευκατατρόχαστος — εὐκατατρόχαστος, ον και εὐκατάτροχος, ον (Α) 1. αυτός που λεηλατείται εύκολα, ο εκτεθειμένος σε επιθέσεις 2. (για συγγραφέα) α) αυτός τον οποίο εύκολα μπορεί κάποιος να κατηγορήσει β) αυτός που κάνει λάθη, ο αδόκιμος («ἔστι δ ὁ Ἐρατοσθένης οὔθ᾿… … Dictionary of Greek